βερέμι

βερέμι
(I)
το
η φυματίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. verem].
————————
(II)
το ναυτ.
κοινή ονομασία α) του κυρτώματος των ζυγών, β) της παρεντομής του ιστίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βερεμιάρης — ο [βερέμι (Ι)] 1. φυματικός 2. καχεκτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”